νυκτερωπός

νυκτερωπός
νυκτερωπός, όν, ([etym.] ὤψ)
A appearing by night,

δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.HF112

(lyr.), cf. Plu.2.1066c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυκτερωπός — νυκτερωπός, όν (Α) [νύκτερος] 1. αυτός που φαίνεται κατά τη διάρκεια τή νύχτας 2. αυτός που μοιάζει με νύχτα, ο σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • νυκτερωπόν — νυκτερωπός appearing by night masc/fem acc sg νυκτερωπός appearing by night neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • νυκτωπός — νυκτωπός, όν (Α) [νυξ] νυκτερωπός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”